- πέλειος
- Α1. (κατά τον Ησύχ.) «πελείουςΚῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας»2. πελιδνός, μαυροκίτρινος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πέλειος έχει σχηματιστεί δευτερογενώς από το ουσ. πέλεια «αγριοπερίστερο». Η ερμηνεία που παραδίδει ο Ησύχ. «πελείουςΚῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας» οφείλεται στο γκριζωπό χρώμα τών μαλλιών τών γερόντων, που μοιάζει με εκείνο τών αγριοπερίστερων (βλ. και λ. πέλεια). Η γραφή, τέλος, πελίους, πελίας οφείλεται στη σύνδεση τής λ. με το επίθ. πελιός «ωχρομέλας, πελιδνός» (βλ. λ. πελιδνός)].
Dictionary of Greek. 2013.